- γναθώνειος
- γναθ-ώνειος, ον,A like a Γνάθων, Plu.2.707e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γναθώνειος — γναθώνειος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με Γνάθωνα … Dictionary of Greek
γναθώνειον — γναθώνειος like a masc/fem acc sg γναθώνειος like a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)